- τετραπλοῦ
- τετραπλόοςfourfoldmasc voc sg (attic)τετραπλόοςfourfoldmasc/neut gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανγκόρ — (Angkor). Η σημαντικότερη πόλη του βασιλείου και της τέχνης των Χμερ από τον 9o έως τον 15o αι. μ.Χ. Τα ερείπιά του βρίσκονται στην Καμπότζη, περίπου 200 χλμ. Β της λίμνης Τονλέ. Σώζονται ωραιότατοι πέτρινοι ναοί, πυραμιδόμορφοι, με πύργους που… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
τετρα- — α συνθετικό λέξεων που δίνει στο δεύτερο την έννοια του τετραπλού ή αυτού που γίνεται τέσσερις φορές (τετραώροφος, τετράμετρος) ή την έννοια της υπερβολής (τετράπαχος, τετράξανθος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)